-
1 κατα-κρημνίζω
κατα-κρημνίζω, von einer steilen Anhöhe herunterstürzen, τὴν Σφίγγα Ath. VI, 253 f; übh. herabstürzen, ἐκ τῶν τριήρων Xen. Hell. 2, 1, 31, ἀπὸ τῶν ἵππων Pol. 3, 116, 12. – Pass., τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. Cyr. 8, 3, 41; ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησϑῇ, κατακρημνίζεται Dem. 19, 327, vom Felsen in Delphi.
-
2 κατακρημνιζω
1) сбрасывать, сталкивать(ἐκ τῶν τριήρων Xen.; ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.)
2) сталкивать со скалы, сбрасывать в пропасть(τινά Dem., Plut., NT.)
τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. — сорвавшиеся в пропасть быки
См. также в других словарях:
λυκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη της Ιφιθέας και του Δίωνα, βασιλιά της Λακεδαίμονας. Ο Απόλλων χάρισε το δώρο της μαντικής τόσο σε αυτή όσο και στις αδελφές της, Όρφη και Καρύα. Επειδή η Λ. και η Όρφη εμπόδισαν την Καρύα να … Dictionary of Greek